κυριώτερον

κυριώτερον
κῡριώτερον , κύριος
having power
adverbial comp
κῡριώτερον , κύριος
having power
masc acc comp sg
κῡριώτερον , κύριος
having power
neut nom/voc/acc comp sg
κῡριώτερον , κύριος
having power
masc acc comp sg
κῡριώτερον , κύριος
having power
neut nom/voc/acc comp sg
κῡριώτερον , κύριος
having power
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τε — ΝΜΑ (ως συμπλεκτ. σύνδ.) χρησιμοποιείται αντί τού και, στη νεοελλ. ως λόγιος τ. ιδίως σε προτάσεις που περιέχουν δύο και, αντί τού πρώτου (α. «είναι άριστος γνώστης τής τε αρχαίας και τής νεοελληνικής γλώσσας» β. «χρὴ...λαχάνων ἅπτεσθαι, κοιλίαν… …   Dictionary of Greek

  • Γρίβας, Θεοδωράκης — (Πρέβεζα 1797 – Μεσολόγγι 1862). Ο πολυκύμαντος βίος του καλύπτει μία πολεμική δράση σε ολόκληρη την περίοδο των αγώνων της ανεξαρτησίας, ενώ η ανάμειξή του στα μετεπαναστατικά κινήματα ήταν πρωταγωνιστική, είτε καταπνίγοντάς τα (π.χ. εξέγερση… …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН ДАМАСКИН — Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκήνος, ὁ Χρυσορρόας, лат. Ioannes Damascenus] (2 я пол. VII в., Дамаск до 754 г.), прп. (пам …   Православная энциклопедия

  • АРИСТОТЕЛЬ — Стагирит [греч. ̓Αριστοτέλης Σταγειρίτης], философ, ученый энциклопедист. Биографические сведения Род. в 385/84 г. до Р. Х. в греч. г. Стагира на вост. побережье п ова Халкидика в семье Никомаха, врача из рода, возводимого к богу врачевания… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”